αρπεδόνη

αρπεδόνη
και -να, η (Α ἁρπεδών, -όνος και -δόνη)
νήμα
αρχ.
1. σχοινί για παγίδευση ζώων
2. η χορδή του τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνθεση του τ. αρπεδόνη με το αρχ. ινδ. αrpάyαti «τοποθετώ, στερεώνω» δεν είναι ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως, ο δε τ. αrpάyαti αποτελεί ινδικό νεώτερο σχηματισμό. Επίσης ο συσχετισμός του με τα άρπη, αρπάζω δεν δικαιολογείται από τις σημασίες του τ. αρπεδόνη «χορδή», «σχοινί». Ο παράλληλος τ. αρπεδών σχηματίζεται με το επίθημα -δων, το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁρπεδόνη — cord fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνῃ — ἁρπεδόνη cord fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόναι — ἁρπεδόνη cord fem nom/voc pl ἁρπεδόνᾱͅ , ἁρπεδόνη cord fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόναις — ἁρπεδόνη cord fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνην — ἁρπεδόνη cord fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνης — ἁρπεδόνη cord fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνα — ἁρπεδόνᾱ , ἁρπεδόνη cord fem nom/voc/acc dual ἁρπεδόνᾱ , ἁρπεδόνη cord fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁρπεδόνας — ἁρπεδόνᾱς , ἁρπεδόνη cord fem acc pl ἁρπεδόνᾱς , ἁρπεδόνη cord fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόνοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόνα, τα, με αλλαγή γένους, κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • τρώα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁρπεδόνη» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”